βενέτους

βενέτους
βένετος
blue
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Γκρέκους Βένετους — (Graecus Venetus).Ονομασία μίας από τις σημαντικότερες ελληνικές μεταφράσεις της ΠαλαιάςΔιαθήκης, που βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη του Αγίου Μάρκου της Βενετίας. Η μετάφραση αυτή έγινε πιθανότατα από Ιουδαίο λόγιο γύρω στα τέλη του 14ου αι. στο… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Τουραχάν μπέης — Τούρκος στρατηγός. Έζησε τον 15o αι. Ο T., για τον οποίο λέγεται ότι ήταν ελληνικής καταγωγής, έδρασε στα χρόνια των σουλτάνων Μουράτ B’ και Μωάμεθ B’ και αρχικά υπηρέτησε ως διοικητής των Βοδενών. Το 1421, πήρε εντολή από τον φιλοπόλεμο Μουράτ… …   Dictionary of Greek

  • Φίλιππος-Μαρία Βισκόντι — (Filippo Maria Visconti, Μιλάνο 1392 – 1447). Γιος του Τζιαν Γκαλεάτσο και της Αικατερίνης Βισκόντι, ήταν αρχικά κόμης της Παβία, την οποία κληρονόμησε από τον πατέρα του, και σε ηλικία μόλις είκοσι ετών διαδέχθηκε τον αδελφό του Τζιοβάνι Μαρία… …   Dictionary of Greek

  • Ακοίτιο — Βυζαντινή και μεταγενέστερη ονομασία μικρού νησιού στον κόλπο των Χανίων (σύγχρονη ονομασία Άγιοι Θεόδωροι ή Θόδωρου). Οχυρώθηκε το 1575 από τους Βενετούς για την απόκρουση πιθανής τουρκικής απόβασης. Κατελήφθη το 1645 από τους Τούρκους ύστερα… …   Dictionary of Greek

  • Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Ινοκέντιος — I Όνομα δεκατριών παπών της Ρώμης. 1. I. Α’ (; – 417). Πάπας της Ρώμης (401 417). Προσπάθησε να ισχυροποιήσει το κύρος της παπικής εξουσίας και να εξασφαλίσει την αναγνώριση των πρωτείων της. Αφόρισε τους διώκτες του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, παρά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”